σκοτεινολογία

σκοτεινολογία
σκοτεινο-λογία, ,
A obscure utterance, Vett.Val.260.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοτεινολογία — ἡ, Α [σκοτεινολόγος] σκοτεινή και ασαφής ομιλία ή έκφραση γνώμης …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινολογίας — σκοτεινολογίᾱς , σκοτεινολογία obscure utterance fem acc pl σκοτεινολογίᾱς , σκοτεινολογία obscure utterance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”